ἐκ-βλητικός

ἐκ-βλητικός

ἐκ-βλητικός, ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλητικός — ή, ό (Α βλητικός, ή, όν) [βλητός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για βολή 2. το θηλ. ως ουσ. η βλητική σύγχρονη επιστήμη που ασχολείται με τους νόμους κίνησης των βλημάτων, ιδίως αυτών που βάλλονται από πυροβόλα όπλα αρχ. (για ζώα) αυτός που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • βλητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη βολή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτήν: Οι βλητικοί σωλήνες των πυροβόλων όπλων χρειάζονται προσεχτική συντήρηση. 2. το θηλ. ως ουσ., βλητική η επιστήμη που εξετάζει τους νόμους της κίνησης των βαρέων σωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”