- ἐκ-δίδαγμα
ἐκ-δίδαγμα, τό, Probearbeit des Lehrlings, Eur. Ion 1419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-δίδαγμα, τό, Probearbeit des Lehrlings, Eur. Ion 1419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίδαγμα — lesson neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδαγμα — το (ΑΝ) [διδάσκω] μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου») νεοελλ. 1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα») 2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας») αρχ … Dictionary of Greek
δίδαγμα — το 1. διδασκαλία, μάθημα περί ηθικής: Οι ιερείς πρέπει να εφαρμόζουν στην πράξη τα διδάγματα του Ευαγγελίου. 2. ηθικό συμπέρασμα, αρχή: Ο δάσκαλος μας προτρέπει να βγάζουμε ένα δίδαγμα μετά το τέλος κάθε μαθήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίδαγμ' — δίδαγμα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαγμάτων — δίδαγμα lesson neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμασι — δίδαγμα lesson neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμασιν — δίδαγμα lesson neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματα — δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματι — δίδαγμα lesson neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματος — δίδαγμα lesson neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμαθ' — διδάγματα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl διδάγματι , δίδαγμα lesson neut dat sg διδάγματε , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)