ἐκ-διδάσκω

ἐκ-διδάσκω

ἐκ-διδάσκω (s. διδάσκω, aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), gründlich lehren; ἐκδιδάσκει πάνϑ' ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. Prom. 983; ὡςSoph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχϑεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διδάσκω — διδάσκω, δίδαξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: διδάσκω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο διδάσκων, η διδάσκουσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διδάσκω — instruct pres subj act 1st sg διδάσκω instruct pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιδαγμένα — διδάσκω instruct perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσι — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσιν — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξω — διδάσκω instruct aor subj act 1st sg διδάσκω instruct fut ind act 1st sg διδάσκω instruct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκεσθε — διδάσκω instruct pres imperat mp 2nd pl διδάσκω instruct pres ind mp 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκετε — διδάσκω instruct pres imperat act 2nd pl διδάσκω instruct pres ind act 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκῃ — διδάσκω instruct pres subj mp 2nd sg διδάσκω instruct pres ind mp 2nd sg διδάσκω instruct pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”