- ἐκ-διδράσκω
ἐκ-διδράσκω (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-διδράσκω (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… … Dictionary of Greek
καταέδρα — κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) καταέδρᾱ , κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) καταέδρᾱ , κατά δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδρα — κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) κατέδρᾱ , κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) κατέδρᾱ , κατά δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντάνδρην — ἀντί , ἀνά διδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀντί , ἀνά διδράσκω run away aor ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδραν — ἀνά διδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀνά διδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενέδρα — ἐπί , ἐν διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) ἐπενέδρᾱ , ἐπί , ἐν διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) ἐπενέδρᾱ , ἐπί ἐνιδρόω sweat in imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσδραν — εἰσ διδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) εἰσ διδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδιδρήσκουσι — ὑπό διδράσκω run away pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό διδράσκω run away pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НЕМЕСИДА — • Nemĕsis, Νέμεσις. Гомер еще не знает Н. как богини; слово это у него встречается обыкновенно в соединении ου̉ νέμεσις (это не заслуживает упрека, тут нечего порицать). У Гесиода, напротив, Н. является уже богиней, дочерью Ночи… … Реальный словарь классических древностей
Adrastéa — ADRASTÉA, æ, Gr. Ἀδράστεια, ας, ist so viel, als Nemesis, oder die Rach. göttinn, und hat ihren Namen entweder von dem α privativo und δράω, ich thue, weil sie nichts in ihrem Thun aufhalten kann; oder auch von διδράσκω, ich fliehe, weil ihr… … Gründliches mythologisches Lexikon
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek