- ἐκ-δικέω
ἐκ-δικέω, bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-δικέω, bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)