- ἐκ-νεοττεύω
ἐκ-νεοττεύω, ausbrüten, Arist. Mirab. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-νεοττεύω, ausbrüten, Arist. Mirab. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοττεύω — (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσεύω … Dictionary of Greek
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek