ἐκ-νευρίζω

ἐκ-νευρίζω

ἐκ-νευρίζω, die Sehnen herausnehmen, erschlaffen, entkräften; ἐκνενευρισμένοι καὶ περιῃρημένοι χρήματα Dem. 3, 31, was B. A. 243 ἐψιλωμένοι δυνάμεως erkl. wird; im act., Sp., wie Plut. de virt. mor. 12; D. Cass. 54, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νευρίζω — (Α) [νεύρον] ενισχύω, ενδυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • παρανενευρισμένων — παρά νευρίζω perf part mp fem gen pl παρά νευρίζω perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • υπονευρίζω — Α τέμνω αποκάτω τους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νεῦρον + κατάλ. ίζω (πρβλ. ἐκ νευρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • παρανενευρισμέναις — παρά νευρίζω perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”