ἐκ-μαραίνω

ἐκ-μαραίνω

ἐκ-μαραίνω, ausdörren, verwelken lassen, Theophr.; τὸ τηλέφιλον ἐξεμαράνϑη Theocr. 3, 30; ὁ χρόνος ἐξεμάρανε τὰ ἄνϑη Strat. 73 (VII, 234).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαραίνω — quench pres subj act 1st sg μαραίνω quench pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνω — μαραίνω, μάρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

  • μαραίνω — μάρανα, μαράθηκα, μαραμένος 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, ξεραίνω: Ο λίβας μάρανε τα σιτηρά. 2. μτφ., κάνω κάτι να χάσει τη φρεσκάδα του, τη ζωντάνια του, μαραζιάζω: Η όμορφη κοπέλα μαράθηκε ύστερα από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραίνεσθον — μαραίνω quench pres imperat mp 2nd dual μαραίνω quench pres ind mp 3rd dual μαραίνω quench pres ind mp 2nd dual μαραίνω quench imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνετε — μαραίνω quench pres imperat act 2nd pl μαραίνω quench pres ind act 2nd pl μαραίνω quench imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνῃ — μαραίνω quench pres subj mp 2nd sg μαραίνω quench pres ind mp 2nd sg μαραίνω quench pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαραμμένα — μαραίνω quench perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμαραμμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμαραμμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαρασμένα — μαραίνω quench perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμαρασμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμαρασμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραινομένων — μαραίνω quench pres part mp fem gen pl μαραίνω quench pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραινόμεθα — μαραίνω quench pres ind mp 1st pl μαραίνω quench imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”