- προς-σπαστικός
προς-σπαστικός, ή, όν, heranziehend, Arist. H. A. 10, 3, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-σπαστικός, ή, όν, heranziehend, Arist. H. A. 10, 3, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek