ἐγ-κίρνημι

ἐγ-κίρνημι

ἐγ-κίρνημι, p. = ἐγκεράννυμι, Pind. N. 9, 50; Alcaeus bei Ath. X, 430 b in tmesi, ἐν δὲ κίρνατε; übertr., ἐγκιρνάντι ἤϑεσι τεταραγμένοις ϑεωρήματα Lysis bei Iambl. v. Pyth. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίρνημι — (Α) βλ. κιρνώ …   Dictionary of Greek

  • κίρνημι — κιρνάω mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… …   Dictionary of Greek

  • επικίρνημι — ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι* (Α) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω 2. παθ. ἐπικίρναμαι γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • παρακίρναμαι — Α αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι («παρεκίρνατο τοῑς δεινοῑς εἰρωνεία», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κίρνημι / αμαι, ποιητ. τ. τού κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμμετακίρνημι — Α (μόνον το παθ.) συμμετακίρναμαι αναμιγνύομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο («συμμετακιρναμένῃ τῇ ποικιλίᾳ τῆς κινήσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετά + κίρνημι «αναμιγνύω κρασί με νερό»] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • er-3 : or- : r- —     er 3 : or : r     English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born     Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”