- ἐκ-ζέννῡμι
ἐκ-ζέννῡμι, = ἐκζέω, aussieden, Sp.; ἐκζεστός, abgekocht, gesotten, Diphil. bei Ath. IX, 371 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-ζέννῡμι, = ἐκζέω, aussieden, Sp.; ἐκζεστός, abgekocht, gesotten, Diphil. bei Ath. IX, 371 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζέννυμι — (Α) βλ. ζέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζέω] … Dictionary of Greek
επιζέννυμι — ἐπιζέννυμι (Α) βράζω, θερμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέννυμι, μτγν. παράλλ. τ. τού ζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek