ἐκ-κάρπιος

ἐκ-κάρπιος

ἐκ-κάρπιος, = Folgdm, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κάρπιον — Κάρπιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • μετακάρπιος — α, ο (Α μετακάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν) το τμήμα τού σκελετού τού χεριού που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων νεοελλ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τού καρπού και τών δακτύλων τού χεριού («μετακάρπια οστά» πέντε οστά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”