- ἐγ-κλητικῶς
ἐγ-κλητικῶς, anklägerisch, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κλητικῶς, anklägerisch, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλητικῶς — κλητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek