- ἐγ-κονίομαι
ἐγ-κονίομαι, med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κονίομαι, med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακονίομαι — (Α) [κονίομαι] 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. προετοιμάζομαι για αθλητικό αγώνα ή για τη μάχη … Dictionary of Greek
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
συγκονίομαι — ΜΑ κυλιέμαι στη σκόνη μαζί με άλλον, παλεύω με κάποιον καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κονίομαι «σκονίζομαι» (< κόνις «σκόνη»)] … Dictionary of Greek