ἐγκονίς

ἐγκονίς

ἐγκονίς, ίδος, ἡ, Dienerinn, Suid., vgl. διάκονος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐγκονίδες — ἐγκονίς maid servant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκονώ — ἐγκονῶ ( έω) (AM) είμαι γρήγορος, σπεύδω, ενεργώ με βιασύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Θαμιστικό επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας που συνδέεται μορφολογικά με το λατ. cōnor «προσπαθώ», όπως πιθ. το επικ. ποτέομαι με το πωτώμαι (… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”