- ἐγ-κοιμήτωρ
ἐγ-κοιμήτωρ, ορος, der darauf schläft, bei Poll. 10, 123. = ἐνευνητήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κοιμήτωρ, ορος, der darauf schläft, bei Poll. 10, 123. = ἐνευνητήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμήτωρ — κοιμήτωρ, ὁ (Α) [κοιμώ] αυτός που κοιμίζει κάποιον … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek