- ἐκ-κοιλιάζω
ἐκ-κοιλιάζω od. ἐκκοιλίζω, im aor. -λίξας, l. d. bei Ath. VII, 325 f. aus dem Bauche nehmen, ausweiden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κοιλιάζω od. ἐκκοιλίζω, im aor. -λίξας, l. d. bei Ath. VII, 325 f. aus dem Bauche nehmen, ausweiden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιάζω — [κοιλιά] (αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο τής επιφάνειάς μου … Dictionary of Greek
κοιλιάζω — κοίλιασα, κοιλιασμένος, κάνω κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαροκοιλιάζω — ζαρώνω από καχεξία, καμπουριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + κοιλιάζω (< κοιλιά)] … Dictionary of Greek
κοίλιασμα — το [κοιλιάζω] ο σχηματισμός κοιλώματος σε μια επιφάνεια, κύρτωμα, καμπυλοειδής προεξοχή … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek