ἐκ-κοκκίζω

ἐκ-κοκκίζω

ἐκ-κοκκίζω, auskernen; kom. τὰς πόλεις Ar. Pax 63, Schol. ἐρημόω; τὸ γῆρας, τρίχας, Lys. 364. 448, ausraufen; σφυρόν, den Knöchel ausrenken, Ach. 1142; τὸ οὐσίδιον, ὥσπερ ᾠόν τις ῥοφῶν, durchbringen, Nicom. bei Ath. II, 58 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουκιάζω — (σχετικά με φυτά) βγάζω τα σπέρματα από τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κοκκίζω (αόρ. εξ εκόκκισα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και κώφωση τού ο σε ου , κατά τα ρ. σε –ιάζω (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”