- ἐκ-κοιτία
ἐκ-κοιτία, ἡ, die Nachtwache, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κοιτία, ἡ, die Nachtwache, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοκοιτία — ἡ, Α πόθος για ερωτικό σμίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κοιτία < κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. λαθρο κοιτία] … Dictionary of Greek
λαγοκοιτιά — η η φωλιά τού λαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κοιτιά με συνίζηση < κοιτέα < κοίτη «κρεβάτι» (πρβλ. κοιτάζω)] … Dictionary of Greek