- ἐκ-κλιτικός
ἐκ-κλιτικός, ή, όν, ausweichend, δύναμις Arr. Epict. 1, 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κλιτικός, ή, όν, ausweichend, δύναμις Arr. Epict. 1, 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιτικός — ή, ό (AM κλιτικός, ή, όν) [κλίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών τού λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. φρ. «κλιτικές γλώσσες» γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες … Dictionary of Greek
κλιτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κλίση των κλιτών μερών του λόγου: Η ελληνική ανήκει στις κλιτικές γλώσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτικά — κλιτικός inflexional neut nom/voc/acc pl κλιτικά̱ , κλιτικός inflexional fem nom/voc/acc dual κλιτικά̱ , κλιτικός inflexional fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικῶν — κλιτικός inflexional fem gen pl κλιτικός inflexional masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικόν — κλιτικός inflexional masc acc sg κλιτικός inflexional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικοῦ — κλιτικός inflexional masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικῆς — κλιτικός inflexional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικῇ — κλιτικός inflexional fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτική — κλιτικός inflexional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικήν — κλιτικός inflexional fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτικῶς — κλιτικός inflexional adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)