- ἐκ-γλισχραίνω
ἐκ-γλισχραίνω, ganz klebrig machen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-γλισχραίνω, ganz klebrig machen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιγλισχραίνω — ἐπιγλισχραίνω (Α) κάνω κάτι ακόμη πιο γλοιώδες, πιο γλιστερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλισχραίνω (< γλίσχρος «γλοιώδης»)] … Dictionary of Greek
καταγλισχραίνω — (Α) κάνω κάτι πολύ κολλώδες («καταγλισχραίνει τὸ πτύαλον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλισχραίνω (< γλίσχρος «κολλώδης»)] … Dictionary of Greek
προσγλισχραίνω — Α κάνω κάτι γλοιώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γλισχραίνω (< γλίσχρος «κολλώδης»)] … Dictionary of Greek