πευκίον

πευκίον

πευκίον, τό, dim. zu πεύκη, Schol. Ar. Plut. 528.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεύκιον — το, Μ βλ. πεύκι …   Dictionary of Greek

  • πεύκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλιφείρας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”