- πευκέδανον
πευκέδανον, τό, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πευκέδανον, τό, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πευκέδανον — sulphur wort neut nom/voc/acc sg πευκέδανος sulphur wort fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδανόν — πευκεδανός masc acc sg πευκεδανός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδάνοιο — πευκέδανον sulphur wort neut gen sg (epic) πευκέδανος sulphur wort fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδάνου — πευκέδανον sulphur wort neut gen sg πευκέδανος sulphur wort fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδάνων — πευκέδανον sulphur wort neut gen pl πευκέδανος sulphur wort fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκεδάνῳ — πευκέδανον sulphur wort neut dat sg πευκέδανος sulphur wort fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
peucédano — (Del lat. peucedanum < gr. peukedanos.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Herbato o servato, planta herbácea. * * * peucédano (del lat. «peucedӑnum», del gr. «peukédanon») m. *Servato (planta umbelífera). * * * peucédano. (Del lat. peucedănum, y … Enciclopedia Universal
πεικόν — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πικρὸν, πευκεδανόν» … Dictionary of Greek
πευκέδανο — το / πευκέδανον, ΝΜΑ φυτό τής οικογένειας τών σκιαδανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πευκεδανός*, με αναβιβασμό τόνου] … Dictionary of Greek
πευκέδανος — ἡ, Α 1. το φυτό πευκέδανο 2. το φυτό σίκυς ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πευκέδανον με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek