ἐγ-καθ-ίημι

ἐγ-καθ-ίημι

ἐγ-καθ-ίημι (s. ἵημι), hinein u. hinunter lassen; εἰς χύτραν τὸν φανόν Ar. Lys. 308; hineinschicken, τινὰς εἰς τὰς πόλεις Pol. 23, 13, 5, wie Plut. Pyrrh. 11. – Uebertr., ταῦτα γὰρ πατὴρ Ζεὺς ἐγκαϑίει Λοξίᾳ, eingeben, Aesch. frg. 79.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικαθίημι — ἐπικαθίημι (Α) 1. προσδίδω, προσαρμόζω κάτι 2. βάζω μέσα σε κάτι, παρεισάγω 3. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον 4. αφήνω κάτι να πέσει 5. κατεβάζοντας κλείνω 6. κόβω ή κεντώ ξανά 7. τοποθετώ, πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ ίημι «ρίχνω κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”