- ἐγ-καθ-έζομαι
ἐγ-καθ-έζομαι, darin sitzen, sich darin lagern; partic. abs., Thuc. 3, 1. 4, 2; ἐν τῇ γῇ D. Hal. 9, 62; sich darauf-, hineinsetzen, εἰς τὸν ϑᾶκον ἐγκαϑεδεῖται Ar. Ran. 1523; – Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-καθ-έζομαι, darin sitzen, sich darin lagern; partic. abs., Thuc. 3, 1. 4, 2; ἐν τῇ γῇ D. Hal. 9, 62; sich darauf-, hineinsetzen, εἰς τὸν ϑᾶκον ἐγκαϑεδεῖται Ar. Ran. 1523; – Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
παρέζομαι — Α κάθομαι κοντά ή δίπλα σε κάποιον (α. «παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων» κάθισε κοντά, πρόσπεσε και άγγιξε τα γόνατά της, Ομ. Οδ. β. «παρέζεσθαι δὲ παρ ἐσθλὸν ἄνδρα χρεών» πρέπει να κάθεσαι κοντά, δηλαδή να συναναστρέφεσαι, αξιόλογο άνθρωπο, Θέογν.).… … Dictionary of Greek
επικαθέζομαι — ἐπικαθέζομαι (Α) 1. κάθομαι πάνω σε κάτι 2. στηρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ έζομαι «καθίζω»] … Dictionary of Greek
ιπποκαθέσια — ἱπποκαθέσια, τὰ (Α) ιππικοί αγώνες, ονομασία μιας εορτής στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + πιθ. καθ έζομαι] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek