- ἐγ-καθ-είργω
ἐγ-καθ-είργω, darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-καθ-είργω, darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέθειρξις — μέθειρξις, ἡ (Μ) αιχμαλωσία, φυλάκιση, κάθειρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. μετά + εἷρξις (< εἵργω «φυλακίζω»), πρβλ. κάθ ειρξις] … Dictionary of Greek