ἐκ-καθ-εύδω

ἐκ-καθ-εύδω

ἐκ-καθ-εύδω (s. εὕδω), draußen schlafen, d. i. Nachtwache halten, ἐξεκάϑευδον Xen. Hell. 2, 4, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • επικαθεύδω — ἐπικαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι 2. επωάζω, κλωσσώ 3. αμελώ, παραμελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ εύδω «κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”