ἐγ-καλυπτήρια

ἐγ-καλυπτήρια

ἐγ-καλυπτήρια, τά, Verhüllungsfeier, bei Philostr. V. Sophist. 2, 25, 4 komisch für ἀνακαλυπτήρια, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… …   Dictionary of Greek

  • γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • καλυπτήριος — α, ο (Α καλυπτήριος, ον) [καλυπτήρ] νεοελλ. 1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα») 2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες τού σώματος β) «καλυπτήριο σύστημα» το περίβλημα τού σώματος… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • πανσποροβλάστη — η ζωολ. πολυπύρηνο σώμα τών κνιδοσπορίων που σχηματίζεται από τη συγκέντρωση πυρήνων σε ένα συγκύτιο και περιέχει δύο καλυπτήρια κύτταρα και ένα ή περισσότερα κύτταρα που είναι γνωστά ως σποροβλάστες και τών οποίων ο πυρήνας πολλαπλασιάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • σταχτοσουσουράδα — η, Ν ζωολ. υποείδος τού πτηνού σουσουράδα που έχει μήκος 18 περίπου εκατοστόμετρα, με μαύρη μακριά ουρά, λευκά εξωτερικά πηδαλιούχο φτερά και κίτρινα κάτω καλυπτήρια, σταχτί φτέρωμα στη ράχη και στο κεφάλι και κίτρινο στο κάτω μέρος …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • αιματόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων. Αποτελείται από μια πλάκα που παρουσιάζει στη μέση της μικρό κοίλωμα, τον λεγόμενο καταμετρητικό θάλαμο, πάνω στον οποίο είναι χαραγμένο ένα τετραγωνικό χιλιοστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”