- ἐγ-καιριότης
ἐγ-καιριότης, ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Eur. Phoen. 471.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-καιριότης, ητος, ἡ, dasselbe, Schol. Eur. Phoen. 471.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιριότης — καιριότης, ἡ (Μ) [καίριος] το καίριο σημείο … Dictionary of Greek