ἐγ-κελευσμός

ἐγ-κελευσμός

ἐγ-κελευσμός, , dasselbe, Arr. An. 2, 21. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελευσμός — κελευσμός, ὁ (Α) πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα] …   Dictionary of Greek

  • κελευσμός — order masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμοῖς — κελευσμός order masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμοῦ — κελευσμός order masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμῶν — κελευσμός order masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμόν — κελευσμός order masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • κελευσμοσύνη — κελευσμοσύνη, ἡ (Α) ιων. τ. τού κέλευσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός] …   Dictionary of Greek

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”