ἐκ-γιγαρτίζω

ἐκ-γιγαρτίζω

ἐκ-γιγαρτίζω, auskernen, σταφίδα Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταγιγαρτίζω — (Α) (με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι τού σταφυλιού»), πρβλ. εκ γιγαρτίζω] …   Dictionary of Greek

  • ἐκγεγιγαρτισμέναι — ἐκγεγῑγαρτισμέναι , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem nom/voc pl ἐκγεγῑγαρτισμένᾱͅ , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγεγιγαρτισμένας — ἐκγεγῑγαρτισμένᾱς , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem acc pl ἐκγεγῑγαρτισμένᾱς , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγεγιγαρτισμένων — ἐκγεγῑγαρτισμένων , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem gen pl ἐκγεγῑγαρτισμένων , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγεγιγαρτισμένη — ἐκγεγῑγαρτισμένη , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγεγιγαρτισμένης — ἐκγεγῑγαρτισμένης , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκγεγιγαρτισμένῃ — ἐκγεγῑγαρτισμένῃ , ἐκ γιγαρτίζω perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”