- ἐγ-κεντρισμός
ἐγ-κεντρισμός, ὁ, dasselbe, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κεντρισμός, ὁ, dasselbe, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση … Dictionary of Greek
κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)