- ἐγ-γεύομαι
ἐγ-γεύομαι, kosten; αἵματος Pol. 7, 13, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-γεύομαι, kosten; αἵματος Pol. 7, 13, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεύομαι — γεύομαι, γεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… … Dictionary of Greek
γεύομαι — γεύτηκα 1. δοκιμάζω τη γεύση: Γεύτηκα το ψητό και μου φάνηκε πολύ νόστιμο. 2. μτφ., αποκτώ εμπειρία: Γεύτηκε με το παραπάνω τις χαρές της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεύομαι — γεύω give a taste pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
συγγεύομαι — Α [γεύομαι] γεύομαι επίσης … Dictionary of Greek
ĝeus- — ĝeus English meaning: to taste; to enjoy [“ savor, enjoy, taste “, in the Gmc. and Celt. “choose”, in Indo Iran. and AlbO.N. “love”] Material: O.Ind. jō ṣ ati, juṣátē “kostet, enjoys, liebt”, jōsa yatē “findet whereof pleasure”, jō … Proto-Indo-European etymological dictionary
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
άγευτος — η, ο [γεύομαι] 1. αυτός που δεν γεύτηκε κάτι, που δεν έφαγε 2. ο άγευστος* … Dictionary of Greek
άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] … Dictionary of Greek