- ἐκ-καυλίζω
ἐκ-καυλίζω, den Stengel ausreißen, mit Stumpf u. Stiel ausreißen, Ar. Equ. 824.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-καυλίζω, den Stengel ausreißen, mit Stumpf u. Stiel ausreißen, Ar. Equ. 824.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καυλίζω — (Α καυλίζω) νεοελλ. συνουσιάζομαι, έχω ερωτική επαφή αρχ. τοποθετώ το οξύ άκρο τού δόρατος στη θήκη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημ. < καυλός. Με τη νεοελλ. σημ. < καυλί] … Dictionary of Greek
διακαυλίσαι — διά καυλίζω aor inf act διακαυλίσαῑ , διά καυλίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek