- ἐγ-κατα-δύνω
ἐγ-κατα-δύνω (s. δύνω), in Etwas hinabtauchen, untergehen; ἥλιος Hippocr.; ὕδασιν ἐγκατέδυν Isidor. 3 (VII, 532); ἐγκαταδὺς μυχόν Opp. H. 4, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγ-κατα-δύνω (s. δύνω), in Etwas hinabtauchen, untergehen; ἥλιος Hippocr.; ὕδασιν ἐγκατέδυν Isidor. 3 (VII, 532); ἐγκαταδὺς μυχόν Opp. H. 4, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek