- πετάλωσις
πετάλωσις, ἡ, das Vergolden, E. M u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετάλωσις, ἡ, das Vergolden, E. M u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετάλωσις — covering with gold leaf fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλωσιν — πετάλωσις covering with gold leaf fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου … Dictionary of Greek