ἐγ-κατα-κρύπτω

ἐγ-κατα-κρύπτω

ἐγ-κατα-κρύπτω, darin verbergen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κρυβάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀποκρύπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ (άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό σύμφωνο β αναλογικά προς τον τ. κρύβδην*) + άζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυβήτης — κρυβήτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ήτης (πρβλ. λιμν ήτης, σκαπαν ήτης)] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτάζω — (Α) κρύβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κρύπτω, κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφή — κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α) επίρρ. μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. *κρυφή (< θ. κρυφ τού κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο κρυφή, κατα κρυφή (πρβλ. κομιδ ῄ πανταχ ῇ)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφίνους — κρυφίνους, ουν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρυψίνους», ύπουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) το ι πιθ. κατ επίδρασιν του κρυψίνους, + νους (< νοῦς), πρβλ. δοκησί νους, τελεσί νους] …   Dictionary of Greek

  • κρύβες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό β αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*] …   Dictionary of Greek

  • κρύβηλος — κρύβηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος, κορύμβ ηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”