παρασκήπτω — Α (για κεραυνό) αστράφτω και πέφτω κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκήπτω «επιπίπτω» (πρβλ. κατα σκήπτω)] … Dictionary of Greek
σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… … Dictionary of Greek
περισκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «περισκήπτειν περιθλίβειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκήπτω «πιέζω, πέφτω με δύναμη»] … Dictionary of Greek
προσκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) προσημαίνω, προλέγω, προμηνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκήπτω «υπερασπίζομαι, λέω κάτι για δικαιολόγηση, συνηγορώ»] … Dictionary of Greek
σκάπος — και σε κωδ. σκάπος, ὁ, Α (δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος καὶ ἄνεμος ποιὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκήπτω] … Dictionary of Greek
σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… … Dictionary of Greek
σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκηπήνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «βακτηρία, τρίαινα, βάκτρον, κηρύκειον, ῥάβδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκηπάνιον (< σκήπτω)] … Dictionary of Greek
σκηπήϊον — Α [σκήπτω] (κατά τον Ησύχ.) «πτύον» … Dictionary of Greek