- πετάσιμος
πετάσιμος, fliegend, zum Fliegen geschickt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετάσιμος, fliegend, zum Fliegen geschickt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετάσιμος — ον, Μ [πέτασις] ο κατάλληλος να πετάξει («ἀτράκτους βελῶν πετασίμους», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek