ἐγ-γύη

ἐγ-γύη

ἐγ-γύη, ἡ (γυῖον), 1) die Bürgschaft, die in Einhändigung eines Pfandes besteht, Gewährleistung; Od. 8, 351; τιϑέναι τινί, Aesch. Eum. 858; vgl. ἑγγυᾶσϑαι; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 12; ἡ ἐπί od. πρὸς τὴν τράπεζαν ἐγ., Dem. 33, 10. 11, die Caution beim Wechsler; ὁμολογεῖν, Bürgschaft geben, D. Hal. 11, 32. – 2) Verlobung; ἐγγύας ποιεῖσϑαι, Dem. 46, 18; vgl. Plat. Legg. VI, 774 e; Plut. Cat. mai. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γύη — Γύης the curved piece of wood masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύη — ἐγγυάω give pres imperat act 2nd sg (doric) ἐγγυάω give pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐγγυάω give imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) γύης 1 the curved piece of wood masc voc sg γύης 2 the curved piece of wood fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γύῃ — Γύης the curved piece of wood masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύῃ — γύης 1 the curved piece of wood masc dat sg (attic epic ionic) γύης 2 the curved piece of wood fem dat sg (attic epic ionic) γύης 2 the curved piece of wood masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίγυος — δίγυος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει δύο γύας* > δύο δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + γύη (γύαι, αι «αι οδοί»)] …   Dictionary of Greek

  • εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… …   Dictionary of Greek

  • υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη …   Dictionary of Greek

  • Βριάρεως — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους τρεις εκατόγχειρες γιους της Γαίας και του Ουρανού. Το όνομα προέρχεται από το βριαρός που σημαίνει στιβαρός. Βοήθησε τον Δία, μαζί με τους αδελφούς του Κόττο και Γύη, να νικήσει τους Τιτάνες που απειλούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Γύθειο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 4.489 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου, καθώς και λιμάνι στον δυτικό μυχό του Λακωνικού κόλπου· είναι χτισμένο στους πρόποδες του χαμηλού βουνού Κούμαρος. Το Γ. είναι αρχαιότατος οικισμός.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”