- προς-ρήσσω
προς-ρήσσω, att. -ττω, = προςρήγνυμι, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ρήσσω, att. -ττω, = προςρήγνυμι, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσκατερρήξατο — πρός , κατά , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind mid 3rd sg (ionic) πρός , κατά , ἐν ῥήσσω strike aor ind mid 3rd sg (ionic) πρός , κατά ῥήσσω strike aor ind mid 3rd sg πρόσ καταρρήγνυμι break down aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατέρρηξεν — πρός , κατά , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind act 3rd sg (ionic) πρός , κατά , ἐν ῥήσσω strike aor ind act 3rd sg (ionic) πρός , κατά ῥήσσω strike aor ind act 3rd sg πρόσ καταρρήγνυμι break down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπέρηξεν — πρός , ἀπό ῥήσσω strike aor ind act 3rd sg πρόσ ἀπορρήγνυμι break off aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)