πρωτο-πόρος

πρωτο-πόρος

πρωτο-πόρος, zuerst od. vorangehend, marschirend; im Ep. des Plat. bei Ath. XIII, 589 c steht νεότητος πρωτοπόρου, wo in der Anth. VII, 217 πρωτοβόλου steht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπόρος — ο (Α θαλασσοπόρος) αυτός που πλέει διά μέσου τής θάλασσας, ο ποντοπόρος νεοελλ. αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι πόρος, πρωτο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • ιθυπόρος — ἰθυπόρος, ον (Α) αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος, πρωτο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • παντοπόρος — ον, Α εφευρετικός, επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πόρος (< πόρος), πρβλ. πρωτο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • υψηλοπόρος — ον, Α αυτός που πορεύεται προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πρωτο πόρος] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπόρος — ὀρθοπόρος, ον (Α) αυτός που πορεύεται κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πρωτο πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… …   Dictionary of Greek

  • Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”