- ἐκ-κωδωνίζω
ἐκ-κωδωνίζω, ausklingeln, wie unser »ausposaunen«, Ath. V, 219 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κωδωνίζω, ausklingeln, wie unser »ausposaunen«, Ath. V, 219 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωδωνίζω — try pres subj act 1st sg κωδωνίζω try pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδωνίζω — (AM κωδωνίζω, Μ και κουδουνίζω) [κώδων] νεοελλ. (μτβ. αμτβ.) κουδουνίζω αρχ. 1. δοκιμάζω νομίσματα κουδουνίζοντάς τα για να καταλάβω αν είναι γνήσια, ή αγγεία χτυπώντας τα για να διαπιστώσω αν είναι ραγισμένα 2. μτφ. δοκιμάζω κάποιον, ελέγχω την… … Dictionary of Greek
κωδωνίσω — κωδωνίζω try aor subj act 1st sg κωδωνίζω try fut ind act 1st sg κωδωνίζω try aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδωνίζουσιν — κωδωνίζω try pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωδωνίζω try pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδωνίσαι — κωδωνίζω try aor inf act κωδωνίσαῑ , κωδωνίζω try aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκωδωνισμένοι — κωδωνίζω try perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκωδωνισμένοις — κωδωνίζω try perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκωδωνισμένος — κωδωνίζω try perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκωδώνισται — κωδωνίζω try perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδωνιζομένη — κωδωνίζω try pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδωνισθῆναι — κωδωνίζω try aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)