- ἐκ-ζωπύρησις
ἐκ-ζωπύρησις, ἡ, das Wiederanfachen, ἀνϑράκων Plut. sept. sap. conv. 13 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-ζωπύρησις, ἡ, das Wiederanfachen, ἀνϑράκων Plut. sept. sap. conv. 13 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη … Dictionary of Greek