πεταλῖτις, ἡ, = φυλλῖτις; Nic. Ther. 864; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεταλίτις — ίτιδος, ἡ, Α το φυτό σκολοπένδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + κατάλ. ῖτις (πρβλ. φυλλ ίτις)] … Dictionary of Greek
πεταλῖτιν — πεταλῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)