- ἐκ-κρουσμός
ἐκ-κρουσμός, ὁ, 1) = Vorigem. – 2) = ἐκλημματισμός, Bryen. Harm. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κρουσμός, ὁ, 1) = Vorigem. – 2) = ἐκλημματισμός, Bryen. Harm. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουσμός — gnashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ … Dictionary of Greek
κρουσμῷ — κρουσμός gnashing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουσμόν — κρουσμός gnashing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)