- ἐκ-κραγγάνω
ἐκ-κραγγάνω, = Folgdm, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κραγγάνω, = Folgdm, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακραγγάνω — ἀνακραγγάνω και ἀνακραγγαίνω (Α) ανακράζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κραγγάνω < κραγγών «καρακάξα»] … Dictionary of Greek