- ἐκ-κρεμής
ἐκ-κρεμής, ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κρεμής, ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφικρεμής — ές αυτός που κρέμεται γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρεμής < κρεμάννυμι μεταγενέστερο ένσιγμο β συνθετ. με παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
επικρεμής — ές (Α ἐπικρεμής, ές) νεοελλ. 1. κρεμασμένος πάνω από κάτι, κρεμαστός 2. ναυτ. φρ. «επικρεμής άγκυρα» η άγκυρα που είναι κρεμασμένη από τον κεφαλοδέτη* τού πλοίου και είναι έτοιμη να ποντιστεί αρχ. μτφ. εκκρεμής, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
υψικρεμής — ές, Α αυτός που αιωρείται ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρεμής (< κρεμάννυμι «κρεμώ»)] … Dictionary of Greek