- ἐκ-μύττομαι
ἐκ-μύττομαι, sich schneuzen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-μύττομαι, sich schneuzen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek