ἐκ-βυθίζομαι

ἐκ-βυθίζομαι

ἐκ-βυθίζομαι, aus der Tiefe herauskommen, Callistr. stat. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βυθίζομαι — βυθίζομαι, βυθίστηκα, βυθισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βυθίζομαι — βυθίζω sink pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • καταδύω — (AM καταδύω και καταδύνω) νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το καταδυόμενο(ν) παλαιά ονομασία τών πρώτων υποβρυχίων νεοελλ. μσν. βυθίζω κάποιον ή κάτι μέσα στο νερό αρχ. 1. βυθίζομαι, βουτώ 2. (για αστέρι και τον ήλιο) δύω 3. (για πλοίο) α)… …   Dictionary of Greek

  • βαλτώνω — [βάλτος] 1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο 2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη 3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» είναι καταχρεωμένος) …   Dictionary of Greek

  • βουλίζω — 1. βουλιάζω, βυθίζομαι 2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) βουλισμένος, η, ο εκείνος που είθε να βουλιάξει, να καταστραφεί, ο καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολίζω «ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας» (πρβλ. και μσν. βολίζομαι «βυθίζομαι»), βλ. και …   Dictionary of Greek

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκαρούμαι — όομαι, Α ναρκώνομαι, βυθίζομαι σε βαθύ ύπνο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καροῦμαι «βυθίζομαι σε βαθύ ύπνο, ναρκώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνδύομαι — Α 1. μτφ. βυθίζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον («ψυχὴ... ταπεινουμένη... συνδυουμένη» ψυχή ταπεινωμένη... βαθύτατα θλιμμένη, Μάρκ. Αυρ.) 2. συνεννοούμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δύω, ομαι «βυθίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”